Η δεύτερη ημέρα
Θα σας ταξιδέψουμε στη Ξάνθη και στα Πομακοχώρια,
Ξεκινήσαμε λοιπόν ένα πρωινό του Νοέμβρη από την Αθήνα με ένα φίλο, είχαμε ένα Triumph 1200XCx & ένα Tiger 800XRx στη Ξάνθη φτάσαμε απόγευμα, ένα γρήγορο μπανάκι στο ξενοδοχείο 1 ώρα ξεκούραση και βόλτα στη Παλιά Πόλη της Ξάνθης. Εδώ στην πόλη μας περίμενε ο Κώστας γνωστός (φίλος) από το Facebook, Ξανθιώτης Βέρος, ο οποίος θα ήταν ο ξεναγός μας, για τις 2 επόμενες ημέρες (να προτιμάτε τους ντόπιους φίλους σας). Μαζί με τον Κώστα ήρθαν άλλοι 2 φίλοι οπότε κάναμε 5άδα, μια μπυρίτσα για ξεκίνημα, σε ένα όμορφο μαγαζί (Τυφλόμυγα) και στα σοβαρά πλέον, ήρθε η ώρα για το δείπνο.
Η (Παλαιά Πόλις) ήταν η ταβέρνα, που ήταν στην Παλαιά Πόλη, μάλιστα, ήταν από τις ωραιότερες που έχω επισκεφθεί εδώ παλιότερα. Το φαγητό ήταν ιδανικό για γευσιγνωσία, Χουνκιάρ μπεγιεντί, Γιαουρτλού κεμπάπ, Σαράϊ ταούκ, Μπεϊτι τοπτσί, χοιρινό στη λαδόκολλα, κοτόπουλο με γλυκόξινη σάλτσα, χοιρινό κότσι, χοιρινό φούρνου με σάλτσα δαμάσκηνα, μοσχαράκι κοκκινιστό με χυλοπίτες, Κόκορας κρασάτος με γιουφκάδες, Τζιγεροσαρμάς και Σμυρνέϊκα σουτζουκάκια, φτάνει η να συνεχίσω. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν ένας πειρασμός γεύσεων, πάει η δίαιτα.
«..Η σωτηρία της ψυχής, είναι πολύ μεγάλο πράγμα…»
Αργάμιση το βράδυ επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, δίνοντας ραντεβού με τον Κώστα στις 07.00 για μπουγάτσα !!!!! ο Κώστας έχει κατάστημα στην αγορά της Ξάνθης (το Ανώτερο) με μπουγάτσες!!! Τι μπουγάτσες μου λες, μόνο μπουγάτσες έχει? Ναι, έχει μπουγάτσα με κρέμα, με τυρί, με χόρτα, με κιμά κλπ. τελικά έμαθα εδώ, ότι μπουγάτσα είναι το φύλο και όχι η κρέμα. (δείτε την ανάλυση στο βίντεο)
Τελικά αφού δοκίμασα σχεδόν όλες τις γεύσεις, ώστε να δημιουργήσω το κατάλληλο κέντρο βάρους για τη βόλτα, πήραμε ένα καφεδάκι και ετοιμαστήκαμε για τη βόλτα προς το Δασικό χωριό και τον Νέστο.
Λόγω καιρού, αποφάσισα να αφήσω την επόμενη ημέρα τα Πομακοχώρια, αφού οι προβλέψεις έδιναν λιακάδες και καλές θερμοκρασίες. Βασικά, επειδή θα είχαμε και ένα χωματόδρομο, όπου παλαιότερα ήταν πολύ χάλια, ήθελα στεγνώσει λίγο από τις πολλές βροχές, που είχαν 1 εβδομάδα συνεχώς εδώ.
Η εποχή είναι ιδανική για μοτοσυκλέτα, ένα πέρασμα μέσα από την Παλαιά Πόλη, και ανηφορίζουμε για το κεντρικό περιφερειακό δρόμο, που θα μας οδηγήσει προς το Δασικό χωριό.
Γέφυρες και γεφυράκια στη διαδρομή μας δίπλα στο ποτάμι, ένα τρελό στροφιλίκι μέσα από Δρυμό Χαϊντούς, 45 χλμ. με καταπληκτική άσφαλτο. Εδώ δοκιμάζω και τα υπέροχα λάστιχα της Michelin τα anakee adventure, με μια νέα γόμα που υπόσχεται πολλά.
Στριφογύρισμα λοιπόν μέσα από υπέροχες εικόνες με ομίχλη και μυρωδιές, ανεβαίνεις συνέχεια, όλα εδώ μοιάζουν μαγικά, στα αριστερά μας υπάρχει μια ταμπέλα για τον Παραδοσιακό οικισμό Σαρακατσαναίων.
Μια αρχαιοελληνική φυλή, είναι οι Σαρακατσαναίοι, που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων. Νομάδες κτηνοτρόφοι, ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά (βουνά-στράτα-χειμαδιά) διασκορπισμένοι σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Εδώ θα κάνουμε μια στάση για φωτογράφιση και πέταγμα με drone, να και ο Κατσαντώνης, εδώ πάλι, είναι το σπίτι των Σαρακατσαναίων (το κονάκι), που το κατασκεύαζαν μόνοι τους.
Το κονάκι ήταν ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν 3ων τύπων:
α) το ορθό κονάκι (κωνοειδής καλύβα), που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία (φωτογώνι) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους όπου τοποθετούσαν ρούχα, είδη μαγειρικής κ.τ.λ., ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα
β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων, ξύλα (πελεκούδια) και κλαδιά ελάτων (μπάτσες).
γ) Το Σχολικάλιβο, (ίδιο με το β) κατασκευαστικά) σε συνεννόηση με τους άλλους Σαρακατσαναίους, εδώ έφερναν ένα δάσκαλο να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα.
Τα «κονάκια», ο οικισμός δηλ. το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη, Στάνη και τσελιγκάτο δεν ταυτίζονταν. Μπορεί μια στάνη να είχε δυο ή περισσότερα τσελιγκάτα, το αντίστροφο όχι.
Το Δασικό Χωριό ΕΡΥΜΑΝΘΟΥ βρίσκεται στον ορεινό όγκο πάνω από την Ξάνθη στο Δημόσιο Δάσος Δρυμού (δάσος Χαϊντούς), σε υψόμετρο 1350 μέτρων. Αποτελείται από δώδεκα (12) ξύλινους κεραμοσκεπείς αυτοεξυπηρετούμενους οικίσκους των δύο (2) δωματίων, μικτού εμβαδού 65τ.μ, με δυνατότητα φιλοξενίας 4-5 ατόμων ο καθένας, καθώς και έναν μικρότερο των 2 ατόμων.
Κατασκευάστηκε σε δύο φάσεις από το Δασαρχείο Ξάνθης, κατά τα έτη 1991 – 92 και 2000 – 01, σε έκταση που παραχωρήθηκε από την Νομαρχία Ξάνθης, αποσκοπώντας να φέρει πιο κοντά τον σύγχρονο άνθρωπο στο δασικό περιβάλλον αλλά και να δημιουργήσει ένα χώρο αναψυχής και περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.
Από το Δασικό χωριό, επιστρέφουμε προς τα πίσω λίγα χλμ., ώστε να πάμε προς το χωριό Λειβαδίτη, υπάρχει ένας καταρράκτης εκεί, αλλά δεν μας έπαιρνε ο χρόνος (30 λεπτά περπάτημα), και μέσα από ένα τρελό στροφιλίκι, με αυτή την υπέροχη άσφαλτο, φτάσαμε Σταυρούπολη. Εδώ η στάση, είναι ο Κοντογιαννίδης, στην πλατεία, έχει υπέροχο καφέ και γλυκά και ξεκούραση ½ ώρας.
Δρόμο παίρνω δρόμο αφήνω και τα βουνά ανεβαίνω, μέσα από τα Κομνηνά θα περάσουμε για να πάμε στα Λιβερά και συγκεκριμένα στα Κάτω Λιβερά, ένα εγκαταλελειμμένο χωριό, το οποίο είναι στην καρδιά των Στενών του Νέστου σε ένα κατάφυτο τοπίο, αποτελώντας ίσως το μοναδικό σημείο ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας στο χώρο.
Στην φυσική ηρεμία και τη γαλήνη του τόπου, ακούγετε μόνο το κουδούνισμα από τα μικρά κοπάδια αγελάδων που υπάρχουν στην περιοχή αλλά και ο θόρυβος του τραίνου, όταν περνάει, καθώς μπαινοβγαίνει μέσα στις 28 γαλαρίες των 18 χιλιομέτρων της διαδρομής από τους Τοξότες έως τη Σταυρούπολη, κατασκευασμένες όλες, μέσα στις αρχές του αιώνα.
Από εδώ, απέναντι από την ξύλινη επιγραφή, ξεκινάει και ένα μονοπάτι, που θα σας βγάλει στην πλαζ του Νέστου στη Γαλάνη, πρόκειται για μια διαδρομή 10,4 χιλιομέτρων. Η διάρκειά της είναι 3,5 ώρες περίπου. Από εδώ πάλι από τα Κάτω Λιβερά, συνέχεια του πλακόστρωτου, μπορείτε να περπατήσετε έως τον εγκαταλελειμμένο σταθμό Λιβερών 3.3 χλμ., περίπου 1 ώρα.
Επόμενη στάση μετά το Κρωμνικό είναι μια τοποθεσία με 100 μέτρα χώμα, όπου υπάρχουν δυο κιόσκια, εκτελώντας χρέη παρατηρητηρίων, ένα στο Βορρά και ένα στο νότο, όπου βλέπεις βουνά και θάλασσες.
Πρέπει να ανέβεις και να κατεβείς στο μπρούτζινο σκαρίφημα του ΠΑΚΕΘΡΑ, εδώ είναι χαραγμένες οι πληροφορίες όσων βλέπεις μπροστά σου, και από κάτω κυλά ο Νέστος, δημιουργώντας μαιάνδρους ώστε να ομορφαίνει το τοπίο σαν καρτ ποστάλ, μας τα χάλασε η ομίχλη, αλλά και αυτή έχει τη χάρης της. Μην το χάσετε εάν βρεθείτε προς τα εδώ γιατί θα χάσετε, στα 850 μ. υψόμετρο, με το Αιγαίο μπροστά σας, τη Θάσο αλλά και τη Σαμοθράκη, στο βάθος διακρίνεται και ο Άθως.
Εντυπωσιακά τα έργα Του, παντού υπάρχει ησυχία και ηρεμία, Αετοί εποπτεύουν το ποτάμι.
Αυτή η ομορφιά, παρακαλάς να μην τελειώσει ποτέ.
Και δεν τελειώνει, συνεχίζει εδώ κάτω, στη παραλία του Νέστου στη Γαλάνη, εδώ είναι υπέροχα καλοκαίρι όπου θα βρείτε και πολλές δραστηριότητες και στη συνέχεια η χρυσή ώρα φωτογράφισης, στη λίμνη Βιστωνίδα στη Μονή του Αγίου Νικολάου.
Εδώ πάνω, σε δυο μικρά νησάκια στη λιμνοθάλασσα του Πόρτο Λάγος, στον νομό Ξάνθης, με υπέροχη θέα προς το Θρακικό πέλαγος, βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, μετόχι της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.
Μια ξύλινη γέφυρα ενώνει τα δύο μικρά νησάκια, το ένα με τον Άγιο Νικόλαο και το δεύτερο, με το παρεκκλήσι της Παναγίας Παντάνασσας και μια δεύτερη τα συνδέει με τη στεριά. Στην εορτή του Αγίου Νικολάου, στις 6 Δεκεμβρίου συγκεντρώνεται πλήθος πιστών και προσκυνητών.
Και έρχεται η νύχτα, επιστροφή στο ξενοδοχείο ώστε να κάνουμε ένα 2ωρο ξεκούρασης για τη συνέχεια στη Παλαιά πόλη, 5 – 7 βαθμούς έχει εδώ τη νύχτα στα τέλη Νοεμβρίου.
Ξάνθη, κυρά και αρχόντισσα της Θράκης
Είναι αμφιθεατρικά χτισμένη στους πρόποδες της οροσειράς της Ροδόπης, η Ξάνθη αποτελεί το στολίδι της Θράκης, του μοναδικού αυτού μέρους της Ελλάδας που συνδέει την Μαύρη Θάλασσα με το Αιγαίο και την Ευρώπη με την Ασία.
Ο ποταμός Κόσυνθος χωρίζει την πόλη της Ξάνθης σε δύο μέρη: στο δυτικό που εμπερικλείει την Παλιά και την Νέα Πόλη και στο ανατολικό, τον λεγόμενο συνοικισμό «Σαμακώβ» που είναι πιο αραιοκατοικημένος και χαρακτηρίζεται από το όμορφο φυσικό του περιβάλλον.
Και τα δύο κομμάτια διατηρούν ακόμη το παραδοσιακό άρωμά τους και γοητεύουν τον επισκέπτη με την αρχοντιά και την μεγαλοπρέπειά τους.
Τα στενά σοκάκια της Παλιάς Πόλης στολίζουν καλοδιατηρημένα αρχοντικά με χαρακτηριστική αρχιτεκτονική , καθώς αποτελούν ένα εκπληκτικό μείγμα διαφόρων τεχνοτροπιών: του ελληνικού νεοκλασικισμού, της τοπικής αρχιτεκτονικής και της οθωμανικής τεχνοτροπίας. Αν προσθέσει κανείς τις υπέροχες εκκλησίες και τις γραφικές πλατείες, η Παλιά Πόλη σίγουρα αποτελεί ένα ζωντανό υπαίθριο μουσείο που εξακολουθεί να διατηρεί την παλιά του αίγλη αποπνέοντας ωστόσο την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής…
Σήμα κατατεθέν της Νέας Πόλης απ’ την άλλη, είναι η πλατεία με το Ρολόι αλλά και οι καπναποθήκες, και ιδιαίτερα στο περίφημο «Π» (οδός Καπνεργατών) που πήρε το όνομα του από το σχήμα που έχουν τα κτίρια του 1890.
Η κατάληξη γνωστή, μπύρα Βεργίνας και μετά εδέσματα, έτσι για δοκιμάζουμε Θρακιώτικες γεύσεις.
Επόμενη ημέρα, ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ για να στανιάρουμε, αφού το πρωινό στο ξενοδοχείο ήταν για κλάματα.
Μοναδική εμπειρία αποτελεί σίγουρα μια επίσκεψη και στο Παζάρι της πόλης κάθε Σάββατο στην πλατεία Ζωαγοράς! Έτσι και εμείς δεν χάσαμε την ευκαιρία να αφιερώσουμε λίγο χρόνο να το δούμε.
Μακρά η ιστορία του παζαριού της Ξάνθης, χάνεται στα χρόνια της οθωμανικής περιόδου. Ξεδιπλώνεται δε, μέσα σε πολλές και λεπτομερείς διηγήσεις των παλαιοτέρων καθώς και των ταξιδιωτών στη Θράκη, με τις πρώτες από αυτές να απαντώνται στον 15ο αιώνα.
Μελετώντας τις μαρτυρίες, φαίνεται πως τα δομικά στοιχεία του παζαριού μέσα στους αιώνες παρέμειναν ίδια. Άλλαξαν κατά περιόδους τα είδη των εμπορευμάτων, καθώς υπήρξε περίοδος που λειτουργούσε ως ζωαγορά και άλλη ως αγορά των παραγωγών οπωροκηπευτικών. Άλλαξαν επίσης η ημέρα και η τοποθεσία, καθώς μέχρι το 1920 το παζάρι γινόταν στη σημερινή κεντρική πλατεία, κάθε Κυριακή.
To παζάρι της Ξάνθης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς χώρους ανάπτυξης της υπαίθριας εμπορικής δραστηριότητας στη Βόρεια Ελλάδα. Προσελκύει όλο το χρόνο χιλιάδες επισκέπτες. Τουρίστες από τις βαλκανικές χώρες και κυρίως από τη γειτονική Βουλγαρία έρχονται όλο το χρόνο, ενώ ημερήσιες εκδρομές πραγματοποιούνται κάθε Σάββατο από τους όμορους νομούς αλλά και γενικότερα από νομούς της Βόρειας Ελλάδος.
Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, Ρομά, καθώς και παλιννοστήσαντες από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά ακόμη και αφρικανοί και κινέζοι συνυπάρχουν αρμονικά, δίδοντας στο παζάρι ένα ιδιαίτερο χρώμα, το οποίο δεν θα συναντήσει κανείς σε άλλες υπαίθριες αγορές.
Στους πάγκους τους θα βρούμε από οπωροκηπευτικά και κάθε λογής τρόφιμα, μέχρι χαλιά, κουβέρτες, είδη ένδυσης και υπόδησης, είδη οικιακής χρήσης και παιχνίδια.
Το πολύχρωμο ψηφιδωτό συμπληρώνει η διαχρονικά σταθερή παρουσία των κατοίκων της περιοχής, αλλά και των τουριστών που συρρέουν από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, δικαιώνοντας και συντηρώντας τον μύθο γύρω από την μοναδική ατμόσφαιρα του παζαριού.
Η μεγάλη πλειοψηφία των Ξανθιωτών, θα περάσει από το παζάρι έστω και για μία βόλτα, χωρίς την πρόθεση να αγοράσει αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην ενδώσουν στον πειρασμό.
Ήρθε η ώρα όμως και ακούσετε για τα Πομακοχώρια και βασικά, για τον συγκεκριμένο προορισμό που είχε αυτό το ταξίδι. Το είχα τάξει καιρό στον εαυτόν μου, από πριν το καλοκαίρι, με τίτλο «θα πάμε να φάμε στα Πομακοχώρια».
Από μικρό παιδί αγαπούσα το καλό φαγητό και ενώ η μάνα μου προσπαθούσε να με βάλει στο δρόμο των Πανεπιστημίων εγώ διάλεξα τα ταξίδια, μάλιστα με μοτοσικλέτα, τότε, λάτρεψα τις άγνωστες γωνιές της Ελλάδας μας. Πάντα είχα μοτοσικλέτες ( on off) βασικά, που είχαν τη δυνατότητα να πηγαίνουν και χωμάτινες διαδρομές, παράλληλα, είχα και τις γρήγορες (street), που τελικά δεν τις πολυαγάπησα.
Τελικά τα έφερα από δω, τα έφερα από κει, με τα ταξίδια ασχολήθηκα, παράλληλα αναπτύχθηκε μέσα μου, η δύναμη της φωτογραφίας. Λόγω της δουλειάς μου είχα τη δυνατότητα να λείπω όσο θέλω και όποτε θέλω.
Σαν ταξιδευτής μου άρεσε η καλή γεύση, βέβαια μεταξύ μας, το βρίσκω απολύτως λογικό, μιας και σε όλη μου τη ζωή υπήρξα λαίμαργος, ποτέ δεν ήμουν κοκαλιάρης, το έτρωγα όλο το φαΐ μου, ήμουν εραστής του καλού φαγητού.
Στα Πομακοχώρια λοιπόν, εδώ μιλάνε Πομάκικα και όχι τούρκικα, ή μάλλον μιλάνε Ελληνικά αλλά και τούρκικα, αλλά είναι, ποιο Έλληνες και από τους Έλληνες. Εδώ, η ανοησία και ο φανατισμός του ελληνικού κράτους για πολλά χρόνια, τους είχε αποκομμένους από την ελληνική κοινωνία.
Από πού προέρχεται το όνομα των Πομάκων;
Σύμφωνα με το κορυφαίο ελληνικό λεξικό, το «Χρηστό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας», της Ακαδημίας Αθηνών (έκδοση 2014), η λέξη «Πομάκος» προέρχεται από τη βουλγαρική λέξη pomac.
Tο Λεξικό Μπαμπινιώτη (έκδοση 2012), γράφει: ετυμ. Μεταφορά του γερμ. Pomaken , πιθ. βουλγ. Pomak, από λ.(έξη) που σήμαινε βοηθός.
Η λέξη πομακικός, σύμφωνα πάντα με το Λεξικό Μπαμπινιώτη, πρωτοεμφανίστηκε το 1891. Πιθανότατα, πηγή του λεξικού είναι η μνημειώδης «Συναγωγή Νέων Λέξεων» του Στεφάνου Κουμανούδη (1818-1899). Τώρα τι σχέση έχουν οι Γερμανοί με τους Πομάκους, ομολογούμε ότι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε. Πρόκειται για μία ετυμολογία που δεν τη βρήκαμε κάπου αλλού…
Στο «Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας», έκδοση του Ινστιτούτου Μανόλη Τριανταφυλλίδη , διαβάζουμε επίσης, ότι η λέξη Πομάκος προέρχεται από τη βουλγαρική λέξη Pomac.
Πομακοχώρια ονομάζονται τα χωριά στον ορεινό όγκο της Ροδόπης με Πομακικό πληθυσμό, κατά κύριο λόγο. Στην Ελλάδα, Πομακοχώρια συναντάμε στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου. Λόγω του ορεινού χαρακτήρα της περιοχής αλλά και των προβλημάτων της μειονοτικής εκπαίδευσης, τα Πομακοχώρια είναι αρκετά απομονωμένα και έχουν διατηρήσει το γραφικό χαρακτήρα τους, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών και τον ιδιαίτερο πολιτισμό των Πομάκων. Δίπλωμα αυτοκινήτου δεν τους έδιναν, δεν τους άφηναν να αγοράσουν αυτοκίνητο και όσο τους κυνηγούσε το ελληνικό κράτος, τόσο τους αγκάλιαζε το τούρκικο. Ευτυχώς μετά την μεταπολίτευση άλλαξαν τα πράγματα, οι Πομάκοι διακινούνται ελεύθερα, δίχως μπάρες.
Στην Ξάνθη, ο δήμος Μύκης και οι κοινότητες Κοτύλης, Θερμών και Σατρών αποτελούνται αποκλειστικά από Πομακοχώρια. Πομακοχώρια επίσης βρίσκονται και στην βορειοανατολική περιοχή του δήμου Ξάνθης και στη βόρεια περιοχή της κοινότητας Σελέρου. Αντιπροσωπευτικότερα χωριά είναι ο Εχίνος, η Σμίνθη, Κένταυρος, η Γλαύκη, το Ωραίο, η Κοτύλη, οι Σάτρες και οι Θέρμες όπου υπάρχουν και τα αναξιοποίητα ακόμη λουτρά Θερμών.
Και ήρθε η στιγμή, ανεβήκαμε μέχρι τον Εχίνο όπου έκανα μια βόλτα με τη μοτοσικλέτα μου φωτογραφίζοντας ακόμη και τα νεκροταφεία τους, στο παρελθόν μαζί με το χωριό Μύκη αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της περιοχής. Στον Εχίνο λειτουργεί η μία (από τις δύο συνολικά – η άλλη είναι ο Μεντρεσές Κομοτηνής), μουσουλμανική ιερατική σχολή μεντρεσές (Τουρκικά: Şahin Medresesi – ο Μεντρεσές του Σαχίν), στην οποία εκπαιδεύονται μαθητές της μειονότητας της Θράκης.
Από εκεί συνεχίσαμε ευθεία προς Κοτύλη για μια βόλτα στο εσωτερικό του χωριού και πέταγμα του drone, η συνέχεια από κει προς τα πίσω και στρίψαμε αριστερά προς τις Θέρμες, Μέδουσα. Στις Θέρμες υπάρχουν ιαματικά λουτρά, με την ανακαίνιση του υδροθεραπευτηρίου στα Λουτρά Θερμών, έγινε το πρώτο βήμα στην προσπάθεια που κάνει ο Δήμος Μύκης για να αναδείξει τις δυνατότητες του ιαματικού τουρισμού. Η Μέδουσα είναι το τελευταίο χωριό με άσφαλτο, από εδώ πλέον ο δρόμος για το χωριό Κοττάνη, όπου ήταν και ο βασικός λόγος που βρέθηκα εδώ, είναι χωμάτινος.
Πάντα με παραξένευαν όλα αυτά, τι τρέλα κουβαλάει αυτός ο Τζεμίλ ώστε να πάει να φτιάξει την ταβέρνα του στην άκρη των συνόρων με τη Βουλγαρία. Στο δρόμο μες τη διαδρομή υπάρχει ένα πανέμορφο γεφύρι τρίτοξο, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Μέδουσα και Κοττάνη. Γεφυρώνει τον Ξηροπόταμο (για αυτό ονομαζέτε γεφύρι Ξηροποτάμου) ο οποίος είναι παραπόταμος του Κομψάτου. Εδώ θα κάνουμε μια στάση δίπλα του, σε ένα λιβάδι να πιούμε ένα καιφέ, να κάνουμε και τα πλάνα μας πριν την Κοττάνη.
Μετά από λίγα μόλις χλμ φτάσαμε στη γνωστή πλέον ταβέρνα του Τζεμήλ, ψυχή πουθενά εκτός από λίγα σκυλιά που μας υποδέχθηκαν. Όμως η καθαριότητα, η τάξη και η ομορφιά της αυλής σε εντυπωσιάζει, άνθρωπος πουθενά, άρχισα να φωνάζω αφού είδα την καμινάδα να καπνίζει, με υπέροχες μυρωδιές. Πουθενά και κανένας, χτύπαγα την πόρτα, φώναζα, τίποτα, ώσπου είδα ένα βελάκι ζωγραφισμένο στην επάνω μεριά της πόρτας και μια τρύπα, δυσκολεύτηκα να βάλω το δάκτυλο μέσα, με τρόμαζε η ιδέα, χαχαχα.
Τελικά βάζεις το δάκτυλο στην τρύπα, ακουμπάς ένα ξύλο που κοντράρει την πόρτα και την ανοίγει, σούπερ, εδώ είμαστε, Τζεμήλ, Μουτζέν, και αγκαλιαστήκαμε σαν αδέλφια, είχα χρόνια να έρθω.
Όπως εύκολα θα καταλάβατε, είναι μια οικογένεια Πομάκων, είναι όμορφη σαν φυλή, είναι ξανθοί και γαλανομάτηδες με λευκό δέρμα, καμαρώνουν στις μέρες μας ότι είναι γνήσιοι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όλοι μιλάνε τέλεια τα ελληνικά, ο Τζεμήλ μάγειρας ήταν στην Ξάνθη και ήρθε στην άκρη αυτού του δρόμου, να ανοίξει λίγο πριν το χωριό Κοττάνη, την ταβέρνα.
Έκτισε μόνος του την ταβέρνα, σε ένα χωράφι του πατέρα του, τη διακόσμησε και στην αρχή περίμενε τους πελάτες !!!!! με το τουφέκι, και όμως τα κατάφερε φίλοι μου, έτσι είναι αυτά, τολμάς και αν σου κάτσει. Το γιατί του έκατσε, εύκολα θα το καταλάβετε εάν έρθετε εδώ, από Βουλγαρία από Ξάνθη αλλά και από όλη την Ελλάδα, έρχονται να γνωρίσουν πρώτα τον άνθρωπο Τζεμήλ, αλλά και να φάνε φαγάκι από τα χέρια της Μουτζέν.
Του αρέσει να μιλάει και να δίνει συνεντεύξεις μου λέει η γυναίκα του, <<το έχει της απαντώ>>, ο άνθρωπος είναι γεννημένος για δημόσιες σχέσεις και τηλεόραση.
Καλά θα μου πείτε, έκανες ολόκληρο δρόμο να έρθεις, να μας πεις, για μια ταβέρνα που υπάρχουν χιλιάδες στην Ελλάδα?
Διαβάστε η ακούστε, όσο απλό και αν σας φαίνεται είναι διαφορετική αυτή η ταβέρνα, είναι ο τόπος? Είναι ο άνθρωπος ? ακόμη τώρα που σας λέω (γράφω) για όλα αυτά, έχω στη γεύση μου, το υπέροχο εκπληκτικό πρόβειο γιαούρτι, σε συνοδεία γιορτλού κεμπάπ, τη μελιτζάνα ψητή με φέτα, τις πίτες, το πιλάφι με σάλτσα από τας κεμπάπ, τα παϊδάκια, τα τριών ειδών ψωμιά, τα άγρια χόρτα μαζεμένα από τα βουνά εκεί, τα τουρσιά σπιτικά όλων των ειδών σε βαζάκια και πόσα άλλα.
Στον Τζεμίλ δεν χρειάζεσαι πολλά λεφτά για να φας όλα αυτά, θέλεις λίγα.
Να ξέρετε ότι φτάνοντας στην είσοδο της ταβέρνας του, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τα σύνορα δηλαδή, κυματίζει η Ελληνική σημαία και μια σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μην ξεχάσετε να δείτε το πάνω από την ταβέρνα, λαογραφικό μουσείο του σπιτιού
Ο Τζεμίλ είναι Πομάκος, είναι μουσουλμάνος και πιο Έλληνας από όλους μας και αν έχετε την περιέργεια ή την όρεξη να πάτε, το νέο τηλέφωνό του είναι 694 500 9855, ανοίγει Παρασκευή και Σαββατοκύριακο, α, βάλανε κεραία τηλεφωνίας επιτέλους, α, και ο δρόμος μια χαρά είναι πλέον αν και χωμάτινος, α, είναι και στο TripAdvisor – Taverna Kottani – Xanthi, Greece
Ετοιμάζονται και τα βίντεο εντός ολίγων ημερών
Μοτοσικλέτα: Tiger 1200 XCx
Την έχω από 0 χλμ, την έστρωσα και την έχω χιλιοταξιδέψει , η διαφορά με την XCa είναι λεπτομέρειες 2.000€ σε επιπλέον αξεσουάρ και mode. Εδω έχουμε την απόλυτη μοτοσικλέτα για εμένα, που θα σε ταξιδέψει ξεκούραστα παντού, στάση μόνο για βενζίνη? 800 χλμ. σερί, με λίγες μοτοσικλέτες το έχω κάνει και αυτό από ανάγκη. Απόλαυσα την κάθε στιγμή μαζί της, έστριβα σαν τραίνο σε ράγες, καλά θα μου πείτε οι άλλες τι κάνουν, πλέον όλες οι σύγχρονες μοτοσικλέτες που σέβονται τον καταναλωτή στα έχουν όλα.
Σωστά, η διαφορά είναι στην αίσθηση και πως αισθάνεσαι εσύ επάνω σε αυτή, εδώ έχουμε μια ολοκληρωμένη μοτοσικλέτα με διαφορικό και σίγουρα υπέρβαρη, όταν όμως την κάνετε βόλτα θα καταλάβετε τι σας γράφω. Πλέον η κάθε εταιρεία, προσπαθεί με το τρόπο της να πάρει μερίδιο της αγοράς, η μια είναι γρήγορη με πολλά άλογα, η άλλη της αρέσει περισσότερο το χώμα, ποιο πέρα έχουμε να κάνουμε και με την αισθητική του καθενός το πως θα ήθελε την μοτοσικλέτα. Η ομορφιά σίγουρα παίζει ένα σημαντικό παράγοντα στην αγορά των μοτοσικλετών, ποιος θα αγόραζε μια άσχημη μοτοσικλέτα? κανείς, αλλά ο κάθε άνθρωπος έχει άλλα γούστα.
Βασικά έχω μάθει να αγαπώ τις μοτοσικλέτες και ιδιαίτερα αυτές που έχουν προσωπικότητα!!
ΥΓ. Anakee adventure
Η πρόταση έγινε και τη δέχθηκα, να δοκιμάσω τα προπαραγωγής νέα ελαστικά της Michelin
Με 2.250 χλμ. μικτής χρήσης, κάποια αποτελέσματα βγαίνουν. Λοιπόν το νέο #anakeeadventure της #michelin θα κάνει εξαιρετική πορεία. Το 80 -20 το ξεχνάς στην άσφαλτο, είναι 100/% από τα καλύτερα ελαστικά που έχω οδηγήσει τελευταία. Το απίστευτο είναι ότι σου δίνει απεριόριστη εμπιστοσύνη, ώστε να οδηγείς με ασφάλεια αρκετά γρήγορα . Στις μεγάλες παρατεταμένες των 180+ ήταν απλά τραίνο και ας ήμουν σαν γαϊδούρι φορτωμένος.
Στις στενές διαδρομές της Ροδόπης, μόνο που δεν ακουμπάς κάτω, νόμιζα ότι είχα βεντούζες, τι υγρασίες ο δρόμος, τι χώματα από τις βροχοπτώσεις, δεν καταλάβαινε τίποτα.
Στα χώματα, θέλει κατέβασμα τουλάχιστον 7 psi κάτω και άντε για.
Νομίζω ότι η michelin έκανε τη διαφορά, διότι έχεις ένα λάστιχο για όλα, όχι για enduro, αλλά για κάνεις άνετα χωμάτινες διαδρομές.
Νομίζω το 80 -20 είναι το μέλλον για εμάς τους ταξιδιώτες.